- Ναξιουργής
- Ναξιουργήςof Naxian workmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναξιουργής — ναξιουργής, ές (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί ή έχει υποστεί κατεργασία στη Νάξο ή από Ναξιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάξιος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, μεγαλ ουργής] … Dictionary of Greek
Ναξιουργεῖς — Ναξιουργής of Naxian work masc/fem acc pl Ναξιουργής of Naxian work masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξιουργές — Ναξιουργής of Naxian work masc/fem voc sg Ναξιουργής of Naxian work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)